- επιμήνιος
- -α, -ο (AM ἐπιμήνιος, -ον)1. αυτός που γίνεται ή συμβαίνει περιοδικά, κάθε μήνα2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά ἐπιμήνιαη εμμηνορρυσίααρχ.1. αυτός που κατέχει ένα αξίωμα για έναν μήνα2. (για ζωοτροφές) αυτός που φθάνει για έναν μήνα3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ἐπιμήνιοια) άρχοντες με μηνιαία θητείαβ) ιερείς που τελούν τα επιμήνια4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά ἐπιμήνιαα) θυσίες που γίνονται κάθε μήνα, μηνιαίες προσφορέςβ) προμήθειες για έναν μήναγ) προμήθειες5. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπιμήνιονμηνιαία πληρωμή.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + *-μήνιος (< μήν «μήνας»), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. εμ-μήνιος, τετρα-μήνιος)].
Dictionary of Greek. 2013.